ἀπειρόδακρυς
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
υ, A ignorant of tears, A.Supp.71.
German (Pape)
[Seite 285] καρδία, unermeßlich weinend, Aesch. Suppl. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρόδακρυς: υ, ὁ ἄπειρος δακρύων, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν δακρύων· ἄλλοι ὅμως ἑρμηνεύουσιν: ὁ ἀπείρως δακρύων, ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 71.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
aux larmes sans fin.
Étymologie: ἄπειρος², δάκρυ.
Spanish (DGE)
-υ que no conoce el llanto καρδία A.Supp.71.
Greek Monolingual
ἀπειρόδακρυς, -υ (Α)
αυτός που δεν ξέρει από δάκρυα, που δεν έχει δακρύσει.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειρόδακρυς: υ, gen. υος ἄπειρος II] беспрерывно льющий слезы, по друг. ἄπειρος I] не знающий слез (καρδία Aesch.).