ἀπομαλακίζομαι

From LSJ
Revision as of 20:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομᾰλᾰκίζομαι Medium diacritics: ἀπομαλακίζομαι Low diacritics: απομαλακίζομαι Capitals: ΑΠΟΜΑΛΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apomalakízomai Transliteration B: apomalakizomai Transliteration C: apomalakizomai Beta Code: a)pomalaki/zomai

English (LSJ)

A to be weak or cowardly, show weakness, πρός τι in a thing, Arist.HA613a1, cf. Plu.Lyc.10.

German (Pape)

[Seite 314] aus Weichlichkeit etwas unterlassen, sich weichlich zeigen zu etwas, πρός τι Arist. H. A. 9, 7 Plut. Lyc. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομᾰλᾰκίζομαι: παθ., εἶμαι μαλακός, ἢ δειλός, δεικνύω ἀδυναμίαν, πρός τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.

French (Bailly abrégé)

ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).
Étymologie: μαλακίζω.

Spanish (DGE)

mostrar cobardía o debilidad, ἐάν τ' ἀπομαλακίζηται πρὸς τὴν εἴσοδον νεοττιᾶς Arist.HA 613a1, πρὸς τὴν κοινὴν ἀπομαλακιζόμενον δίαιταν Plu.Lyc.10, cf. 2.226f.

Greek Monolingual

ἀπομαλακίζομαι κ. -μαλθακίζομαι, κ. μαλθακοῡμαι (-όομαι) (Α)
δέχνομαι υπερβολικά μαλακός, αδύναμος, άτολμος, δειλός.

Greek Monotonic

ἀπομᾰλᾰκίζομαι: Παθ., επιδεικνύω αδυναμία, μαλθακότητα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομᾰλᾰκίζομαι: становиться нерешительным, малодушным, робеть, обнаруживать слабость (πρός τι Arst., Plut.).

Middle Liddell

Pass. to show weakness, Plut.