ἀπροθέτως

From LSJ
Revision as of 20:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροθέτως Medium diacritics: ἀπροθέτως Low diacritics: απροθέτως Capitals: ΑΠΡΟΘΕΤΩΣ
Transliteration A: aprothétōs Transliteration B: aprothetōs Transliteration C: aprothetos Beta Code: a)proqe/tws

English (LSJ)

Adv., (προτίθημι) A undesignedly, Plb.9.12.6.

German (Pape)

[Seite 338] unvorsätzlich, Pol. 9, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροθέτως: ἐπίρρ. (προτίθημι) ἄνευ προθέσεως, τὰ μὲν οὖν ἀπροθέτως ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαίνοντα πράξεις μὲν οὐδαμῶς ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας δὲ καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον Πολύβ. 9. 12, 6: πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἀπροθέτως επίρρ. (Α)
χωρίς πρόθεση, όχι σκόπιμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροθέτως: без заранее обдуманного плана Polyb.