ἀριστητής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who breakfasts, i.e. takes more than one full meal in the day, Hp.Aër.1.
German (Pape)
[Seite 352] ὁ, der Frühstückende, neben φιλοπότης, also der Esser, Hippocr. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστητής: -οῦ, ὁ, (ἀριστάω) ὁ πολλάκις ἀριστῶν, πολυφάγος, πότερον φιλοπόται καὶ ἀριστηταὶ καὶ ἀταλαίπωροι Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, 53. (Ἔκδ. Κοραῆ μικρὰ σ. 4. V).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 glotón, comilón Hp.Aër.1.
2 comensal Rom.Mel.38.ιβʹ.6.
Greek Monolingual
ἀριστητής, ο (Α)
αυτός που τρώγει περισσότερα από ένα πλήρη γεύματα την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ < άριστον «πρόγευμα ή γεύμα»].