ἐγκαταφλέγω
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A burn in, βόθροις Gp.9.6.3.
German (Pape)
[Seite 706] darin verbrennen. Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταφλέγω: μέλλ. -ξω, καταφλέγω, κατακαίω ἐντός τινος, ἐγκαταφλέξομεν τοῖς βόθροις Γεωπ. 9. 6, 2.
Spanish (DGE)
quemar en φρύγανα καὶ κάλαμον ... τοῖς βόθροις Gp.9.6.3
•fig. consumir en v. pas. οἱονεὶ πυρὶ τοῖς σπλάγχνοις ἐγκαταφλέγεσθαι ser consumido en las entrañas como por un fuego Gr.Nyss.Hom.Opif.M.44.220B.
Greek Monolingual
ἐγκαταφλέγω (Μ)
κατακαίω κάτι μέσα σε κάποιον χώρο («ἐγκαταφλέξομεν τοῑς βόθροις»).