ἐγκρικάδεια
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
A = ἐγκοτύλη, Hsch., Theognost.Can.164.27.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -δία Hsch.
enroscadura juego consistente en entrelazar las manos detrás de la espalda para llevar a un compañero que apoya en ellas las rodillas Theognost.Can.p.164.27, συναφὴ χειρῶν εἰς τοὐπίσω Hsch., cf. ἐγκοτύλη.
Greek Monolingual
ἐγκρικάδεια, η (Α)
η εγκοτύλη.