ἔρισμα
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ατος, τόA, (ἐρίζω) cause of quarrel, Il.4.38. II ἐρίσμασιν· εἰρεσίαις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1030] τό, Gegenstand des Streites, Zankapfel, Il. 4, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρισμα: τό, (ἐρίζω) αἰτία ἔριδος, Ἰλ. Δ. 38.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet de dispute.
Étymologie: ἐρίζω.
English (Autenrieth)
(ἐρίζω): matter or cause of strife, Il. 4.38†.
Greek Monolingual
ἔρισμα, τὸ (Α) ερίζω
αιτία, αφορμή φιλονεικίας.
Greek Monotonic
ἔρισμα: -ατος, τό (ἐρίζω), αιτία διαμάχης, διχόνοιας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἔρισμα: ατος τό предмет спора, причина вражды Hom.