ἔντριψις
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
εως, ἡ, A rubbing in, of cosmetics, X.Cyr.1.3.2; ἀσβόλου Hld.6.11. II cosmetic, Ael.VH12.1.
German (Pape)
[Seite 858] ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντριψις: -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν ψιμύθιον ἢ ἄλλο τι εἰς τὸ πρόσωπον, κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. ψιμύθιον, ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’oindre, particul. de farder;
2 p. ext. fard.
Étymologie: ἐντρίβω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 untura, aplicación gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.Cyr.1.3.2, cf. Anat.Exc.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.
2 concr. cosmético, afeite διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.VH 12.1.
Greek Monotonic
ἔντριψις: -εως, ἡ (ἐντρίβω), τρίψιμο, προστριβή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔντριψις: εως ἡ втирание (χρώματος Xen.).