ἕρμαξ

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρμαξ Medium diacritics: ἕρμαξ Low diacritics: έρμαξ Capitals: ΕΡΜΑΞ
Transliteration A: hérmax Transliteration B: hermax Transliteration C: ermaks Beta Code: e(/rmac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ, (ἕρμα) A heap of stones, cairn, Nic.Th.150; λίθακές τε καὶ ἕρμακες Epic. in Arch.Pap.7.10. II = ἕρμα 1.2, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρμαξ: -ᾰκος, ἡ, (ἐκ τοῦ ἕρμα, πρβλ. λίθαξ), σωρὸς λίθων, συσσωρευόμενος περὶ τὸ παρὰ τὴν ὁδὸν ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ κατὰ παλαιὰν συνήθειαν, καθ’ ἣν ἕκαστος διαβάτης διερχόμενος ἔρριπτεν ἕνα λίθον εἰς τὸν σωρόν, Νικ. Θ.150 πρβλ. Ἑρμαῖος, Ἐρμεῖον. ΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἕρμακες· αἱ ὕφαλοι πέτραι».

Greek Monolingual

ἕρμαξ, ὁ (Α) έρμα
1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα του Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας της παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες
ὕφαλοι πέτραι».