ἡμιάρρην
From LSJ
English (LSJ)
ενος, ὁ, A = ἡμιάνθρωπος, v.l. in Ctes.Fr.29.5, Theopomp.Hist.101.
Greek Monolingual
ἡμιάρρην, ὁ (Α)
1. ευνούχος
2. ημιάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + άρρην].
Full diacritics: ἡμιάρρην | Medium diacritics: ἡμιάρρην | Low diacritics: ημιάρρην | Capitals: ΗΜΙΑΡΡΗΝ |
Transliteration A: hēmiárrēn | Transliteration B: hēmiarrēn | Transliteration C: imiarrin | Beta Code: h(mia/rrhn |
ενος, ὁ, A = ἡμιάνθρωπος, v.l. in Ctes.Fr.29.5, Theopomp.Hist.101.
ἡμιάρρην, ὁ (Α)
1. ευνούχος
2. ημιάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + άρρην].