ῥύατο
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
A v. ἐρύω (B).
Greek (Liddell-Scott)
ῥύᾰτο: γ΄ πληθ. συγκεκομ. ἀορ. τοῦ ῥύομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. épq. de ῥύομαι.
English (Autenrieth)
see ῥύομαι.
Greek Monotonic
ῥύᾰτο: Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ῥύατο: (ῠ) эп. 3 л. pl. impf. к ῥύομαι.