βαττολογία
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ἀργολογία, ἀκαιρολογία, Hsch. (βατο- cod.).
German (Pape)
[Seite 439] ἡ, das Plappern, Sp.; auch βαττολόγημα, K. S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cháchara, charla insustancial γέγονεν τὸ ἁμάρτημα ... παρὰ τὴν τοῦ λαβόντος βαττολογίαν Vit.Aesop.G 50, τὰ ῥήματά μου ... βαττολογίας ἀμέτοχα Ast.Soph.Hom.6.10, οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλὰ β. Gr.Nyss.M.44.1128A, cf. Hsch.β 340, Et.Gen.β 68B.
Greek Monolingual
η (Μ βαττολογία) βαττολογώ
φλυαρία, μωρολογία.