κατάμακτος

From LSJ
Revision as of 15:33, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμακτος Medium diacritics: κατάμακτος Low diacritics: κατάμακτος Capitals: ΚΑΤΑΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: katámaktos Transliteration B: katamaktos Transliteration C: katamaktos Beta Code: kata/maktos

English (LSJ)

ον, A cast, moulded, of votive offerings, σῶμα, οὖς, IG22.1534.45,48.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμακτος: -ον, (καταμάσσω), κατ. τύπος, κατάμακτον σῶμα γυναικός, κατάμακτα ὦτα· ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς τῶν ἀναθημάτων τοῦ Ἀθήνησιν Ἀσκληπιείου (Κουμαν.)= ἐκμαγεῖα, ὁμοιώματα ἢ εἰδώλια τῶν τοιούτων πραγμάτων, οἷα καὶ νῦν ἐν τοῖς τῶν δυτικῶν ναοῖς ἀναθήματα παρατηροῦνται, ἂν καὶ τὸ ῥ. καταμάσσειν δὲν εὑρέθη ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης.

Greek Monolingual

κατάμακτος, -ον (Α) καταμάσσω
ο χυτός σε τύπο, σε καλούπι.