σαγηνεύς

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνεύς Medium diacritics: σαγηνεύς Low diacritics: σαγηνεύς Capitals: ΣΑΓΗΝΕΥΣ
Transliteration A: sagēneús Transliteration B: sagēneus Transliteration C: sagineys Beta Code: saghneu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, = σαγηνευτήρ (one who fishes with a drag-net, one who fishes with the σαγήνη), DS. 9.3, AP 7.276 (Hegesipp.), 295 (Leon.), Plu. Pomp. 73 ; gen. sg. written σαγινέος MAMA 3.411 (Corycus).

German (Pape)

[Seite 857] ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 91 (VII, 295); Plut. Pomp. 73.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνεύς: έως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 276, 295, Πλουτ. Πομπ. 73.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
pêcheur à la seine.
Étymologie: σαγηνεύω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σαγηνεύω.

Greek Monotonic

σᾰγηνεύς: -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηνεύς: έως Plut., Anth. и σᾰγηνευτήρ, ῆρος ὁ Anth. = σαγηνευτής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαγηνεύς -έως, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser.