στῴδιον
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
v. στωΐδιον.
German (Pape)
[Seite 960] τό, dim. von στοά; Philem. lex. 93 p. 67; E. M.
Greek (Liddell-Scott)
στῴδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στοιά, στοά, Διογ. Λ. 5. 51, Ἐτυμολ. Μέγ. 486. 20., 550. 6· φέρεται στωίδιον ἐν τῇ Ἀρχ. Μαθ. 9Α· (ὅπερ ἐν παλαιοτέρᾳ Ἑλληνικῇ θὰ ἦτο στοίδιον), ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 88.
Russian (Dvoretsky)
στῴδιον: и στωΐδιον (ῐδ) τό небольшой портик, небольшая крытая галерея Diog. L.