στηθοδεσμίς
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, v. στηθοδέσμη.
German (Pape)
[Seite 940] ίδος, ἡ, dim. von στηθόδεσμος, LXX.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στηθόδεσμος + κατάλ. -ίς, -ίδος].