ποτιχρίμπτω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
Epic for προσχρίμπτω.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσχρίμπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + χρίμπτομαι «πλησιάζω»].