ἀμοιβαδόν
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
v. sub ἀμοιβαδίς.
German (Pape)
[Seite 126] dasselbe, ἀλλήλοισι ν ήγορόωντο Ap Rh. 2, 1228; Qu. Sm. 10, 191; in Prosa, Tim. Locr. 98 e.
Spanish (DGE)
(ἀμοιβᾰδόν)
• Grafía: graf. ἀμυβαδόν Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 por turno, alternativamente ἄξονας (de las puertas) ἐν σύριγξιν ἀ. εἰλίξασαι Parm.B 1.19, καὶ ἠρεισμένα τρίβεται μὲν ἀ. Ti.Locr.98e, οἵγ' ἀλλήλοισιν ἀ. ἠγορόωντο A.R.2.1226, cf. Hld.5.20.13, Q.S.10.191, Them.Or.17.215b, Agath.2.21.8, Phlp.in Ph.691, D.P.Au.2.4, Eust.1547.24.
2 inmediata, sucesivamente Hsch., Sud.α 1659, AB 387, Phot.p.93R.
Greek Monolingual
(Α ἀμοιβαδὸν) επίρρ. ἀμοιβή
αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοιβᾰδόν: Plat. = ἀμοιβαδίς.