διαδρηπετεύω
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
v. διαδρηστεύω.
Greek Monotonic
διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω: τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει νόημα.
Middle Liddell
<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">δι-επρήστευσε</orth></form> [a correction for διεπρήστευσε, which has no meaning.]
to run off, go over to, Hdt.