καρπιστεία

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπιστεία Medium diacritics: καρπιστεία Low diacritics: καρπιστεία Capitals: ΚΑΡΠΙΣΤΕΙΑ
Transliteration A: karpisteía Transliteration B: karpisteia Transliteration C: karpisteia Beta Code: karpistei/a

English (LSJ)

ἡ, = Latin vindiciae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.

Greek Monolingual

καρπιστεία και καρπιστία, ἡ (Α) καρπίζω (II)]
η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση.