συρβάβυττα

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρβάβυττα Medium diacritics: συρβάβυττα Low diacritics: συρβάβυττα Capitals: ΣΥΡΒΑΒΥΤΤΑ
Transliteration A: syrbábytta Transliteration B: syrbabytta Transliteration C: syrvavytta Beta Code: surba/butta

English (LSJ)

topsy-turvy, Ar. Fr. 866.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. άνω κάτω, άτακτα, ανάκατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α' συνθετικό τη λ. σύρβη / τύρβη «ταραχή, θόρυβος», ενώ το β' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. βύω «κλείνω, ταπώνω, φράζω» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βύττος
γυναικὸς αἰδοῖον)].