ἐγγίνομαι
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
Ionic and later for ἐγγίγνομαι.
German (Pape)
[Seite 701] spätere Form von ἐγγίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
c. ἐγγίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγίνομαι: (γῑ) ион. и поздн. = ἐγγίγνομαι.