κοιλίσκος

From LSJ
Revision as of 16:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλίσκος Medium diacritics: κοιλίσκος Low diacritics: κοιλίσκος Capitals: ΚΟΙΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: koilískos Transliteration B: koiliskos Transliteration C: koiliskos Beta Code: koili/skos

English (LSJ)

ὁ, A scoop-shaped knife, for surgical uses, Gal.10.445, Id. ap.Orib.46.21.17, Paul.Aeg.6.90 (κυκλίσκος is v.l. in Gal. l.c. and an unnecessary conjecture in Orib., Paul.Aeg. ll.cc.):—Adj. κοιλισκωτός, ἐκκοπεύς Paul.Aeg. l.c. (v.l. κυκλισκωτός).

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, ein vorn ausgehöhltes Messer zum chirurgischen Gebrauch, auch κοιλισκωτός, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλίσκος: ὁ, κοῖλος ἐκκοπεύς, χειρουργικὴ μάχαιρα κοίλη εἰς τὸ ἔμπροσθεν, Ἀρχ. Χειρουργ. 94, 108· οὕτω, κοιλισκωτός, Παῦλος Αἰγ. 211. 53· ἐκκοπεὺς κοῖλος Γαλην. 10. 150.

Greek Monolingual

κοιλίσκος, ὁ (Α)
χειρουργικό μαχαίρι, κοίλο στο μπροστινό μέρος («τῶν κοίλων ἐκκοπέων, οὕς καὶ κοιλίσκους ὀνομάζουσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. βωμ-ίσκος, λυκ-ίσκος)].