ξυρός
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ὁ, A = ξυρόν, Archipp.45, Alciphr.3.66, v.l. in AP11.288 (Pall.) ; ξ. εἰς ἀκόνην, prov. of lucky meetings, Suid.
German (Pape)
[Seite 283] nach Hesych. adjectivisch, ὀξύς, ἰσχνός. ὁ, seltenere u. spätere Form = Vorigem; Archipp. bei Poll. 10, 177; D. Hal. 3, 71.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρός: ὁ, σπάνιος καὶ μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» 3· ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «παροιμία πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ ὄνος εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ξυρός, ὁ (Α)
1. ξυράφι
2. παροιμ. «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η παροιμία «ὄνος εἰς ἄχυρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. αττ. τ. της λ. ξυρόν.