φιλελευθέριος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ον, A loving liberality, Lib.Decl.43 Prooem.; v.l. for sq. in D.H.11.15.
German (Pape)
[Seite 1275] Freisinnigkeit liebend, τὸ τῆς γνώμης φιλελευθέριον D. Hal. 11, 15.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλελευθέριος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐλευθεριότητα, φίλος αὐτῆς, τὸ φιλελευθέριον τῆς γνώμης Διονύσ. Ἁλ. 11. 15.
Greek Monolingual
-ον, Α φιλελεύθερος
1. φιλελεύθερος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλελευθέριον
φιλελευθερία.