ἐκλόχευμα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ατος, τό, A an offspring, Suid. s.v. Πολύευκτος.
German (Pape)
[Seite 768] τό, Ausgeburt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλόχευμα: τό, ἀποκύημα, ἔκγονον, τέκνον, Σουΐδ. ἐν λέξει Πολύευκτος.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
engendro c. gen. Κωκυτοῦ καὶ Στυγὸς ... ὀλέθριον ... ἐ. Sud.s.u. Πολύευκτος.