ὑποδηματοποιός
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ὁ, A sandalmaker, Gloss., prob. in IG22.1576.37.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδηματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὑποδήματα, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 317.
Greek Monolingual
ο / ὑποδηματοποιός, ΝΑ
κατασκευαστής υποδημάτων, παπουτσής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + -ποιός].