τετραμηνιαῖος

From LSJ
Revision as of 08:50, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμηνιαῖος Medium diacritics: τετραμηνιαῖος Low diacritics: τετραμηνιαίος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: tetramēniaîos Transliteration B: tetramēniaios Transliteration C: tetraminiaios Beta Code: tetramhniai=os

English (LSJ)

α, ον, = τετραμήνιος (lasting four months), σπονδαί DS. 11.80 ; of the foetus, Gal. 14.154.

German (Pape)

[Seite 1098] D. Sic. 11, 80, und τετράμηνος, von vier Monaten, vier Monate dauernd; Thuc. 5, 63; Pol. 18, 22, 5 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 549.

Greek (Liddell-Scott)

τετραμηνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., σπονδαὶ Διόδ. 14. 80, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 949.

Greek Monolingual

-α, -ο / τετραμηνιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῖος, -αία, -ον, Μ
αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», Διόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραμηνιαῖον
χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο
αρχ.
(για έμβρυο) αυτός που αποβλήθηκε μετά από τετράμηνη κύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράμηνος + κατάλ. -ιαίος / -αῖος].

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰμηνιαῖος: Diod. = τετράμηνος.