εχθρεύομαι

From LSJ
Revision as of 17:58, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

Greek Monolingual

και εχτρεύομαι και οχτρεύομαι (ΑΜ ἐχθρεύω, Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) εχθρός
διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, αισθάνομαι μίσος για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῖς ἐχθροῑς σου», ΠΔ)
μσν.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐχθρεμένος, -η, -ο και ὀχθρεμένος, -η, -ο
α) εχθρικός
β) μισητός.