επερείδω

From LSJ
Revision as of 17:58, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

(AM ἐπερείδω)
στηρίζω πάνω σε κάτι
αρχ.-μσν.
σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη (ἔγχος) νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.)
2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά
3. εντείνω (κυρίως τις δυνάμεις μου) («ἐπέρεισε ἵν' ἀπέλεθρον», Ομ. Οδ.)
4. αντιστέκομαι με όλες τις δυνάμεις μου
5. στρέφω όλη τη δύναμη του ενός εναντίον άλλου («ὅλην ἐπερείσας τὴν φάλαγγα τοῖς Ῥωμαίοις», Πλούτ.)
6. στρέφω την προσοχή μου κάπου («ἄν τὴν διάνοιαν ἐπερείσης», Πλούτ.)
7. στέλνω
8. μέσ. ἐπερείδομαι
α) είμαι πλαγιασμένος κάπου
β) στηρίζω τις ελπίδες μου κάπου («ἐπερείδεται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν ἰσχυρῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω - ωθώ»].