αργυρός

From LSJ
Revision as of 17:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡς, -ᾱ" to "οῦς, -ᾶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀργυροῦς, -ᾶ, -οῦν, A κ. ἀργύρεος, -η, -ον)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο
νεοελλ.
μτφ.
1. αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στη λάμψη με τον άργυρο
2. (για πρόσωπα) προσφιλής, αγαπητός
αρχ.
επάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργυρός < αρχ. αργυρούς < άργυρος (πρβλ. χρυσός < χρυσούς)].