υπογραμμός
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Greek Monolingual
ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ υπογράφω
1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα
2. παράδειγμα, πρότυπο
νεοελλ.
φρ. «τύπος και υπογραμμός»
(για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση
μσν.-αρχ.
διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῖν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῖν ἐφ' ἑαυτοῑς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῡ βοηθείας», Ωριγ.)
μσν.
βαφή για το δέρμα του γυναικείου προσώπου κάτω από τα βλέφαρα
αρχ.
1. περίγραμμα, σχέδιο
2. φρ. «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε σειρά λέξεων όλα τα γράμματα του αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).