εποικώ

From LSJ
Revision as of 06:45, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

(AM ἐποικῶ, -έω)
εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.)
αρχ.
1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῦν τες ὑμῖν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.)
2. παθ. ἐπικοῦμαι
(για χώρα) κατέχομαι από εχθρό και χρησιμεύω ως ορμητήριο πολεμικών επιχειρήσεων («ἡ Δεκέλεια... τῇ χώρᾳ ἐπῳκείτο», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έποικος
βλ. εποικίζω].