επικουρία

From LSJ
Revision as of 12:21, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπικουρία) επίκουρος
1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῖσθαι», Θουκ.)
2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.)
αρχ.
1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία
2. μισθοφορικό στράτευμα
3. παράκληση, ικεσία για βοήθεια.