αναγκαιότητα

From LSJ
Revision as of 12:50, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

Greek Monolingual

η (Α ἀναγκαιότης) ἀναγκαῖος
αυτό που επιβάλλεται από την ανάγκη, δέσμευση από κάτι, αδυναμία αλλαγής ή διαφυγής
αρχ.
δεσμός αίματος, συγγένεια.