Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερορρυώ

From LSJ
Revision as of 12:54, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

πτερορρυῶ, -έω, ΝΜΑ
(αμτβ.) αποβάλλω το φτέρωμα, χάνω τα φτερά μου, μαδώ («ἀλλὰ τὸν χειμῶνα πάντα τὤρνεα πτερορρυεῑ», Αριστοφ.)
αρχ.
μτφ. α) ληστεύομαι από κάποιον, με κλέβουν («ὥς πτερορρυεῑ, ἅτε γὰρ ὤν γενναῖος ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν τίλλεται», Αριστοφ.)
β) χάνω τη δύναμη να πετάξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ρρυῶ (< -ρους < ῥέω / ῥύω), πρβλ γονο-ρρυῶ, τριχο-ρρυῶ].