χορηγώ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
Greek Monolingual
χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α χορηγός
1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.)
2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α. «τα μέσα για την εκδήλωση χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῖς ἰδίαις χρείαις χορηγοῦσιν», Διόδ.)
3. (γενικά) παρέχω, δίνω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι
αρχ.
1. είμαι ο ηγέτης, ο κορυφαίος του χορού, οδηγώ τον χορό («χορῷ χορηγεῖν», Σιμων.)
2. (γενικά) προεξάρχω σε κάτι, ηγούμαι σε κάτι («οἱ τοῦ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῦσι τούτου τοῦ λόγου μάλα ἐρρωμένως», Πλάτ.)
3. παρέχω κάτι άφθονα σε κάποιον
4. (ειδικά) εφοδιάζω με τρόφιμα και πολεμοφόδια τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις», Πολ.).