σπουδογέλοιος
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
ον, A blending jest with earnest, Str.16.2.29, D.L. 9.17: also σπουδο-γέλως, ων, Cat.Cod.Astr.7.92.
German (Pape)
[Seite 926] im Sprechen oder im Handeln Ernst u. Scherz vermischend, Spaß in ernsthafte Angelegenheiten bringend, Strab. XVI u. D. L. 9, 17.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδογέλοιος: -ον, ὁ συγκρίνων τὸ σπουδαῖον μετὰ τοῦ γελοίου, Στράβ. 759, Διογ. Λ. 9. 17.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
βλ. σπουδαιογέλοιος.
Russian (Dvoretsky)
σπουδογέλοιος: перемешивающий серьезность с шуткой Diog. L.