ἐρίδουπος

From LSJ
Revision as of 17:45, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίδουπος Medium diacritics: ἐρίδουπος Low diacritics: ερίδουπος Capitals: ΕΡΙΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: erídoupos Transliteration B: eridoupos Transliteration C: eridoupos Beta Code: e)ri/doupos

English (LSJ)

ον, A = ἐρίγδουπος, in Hom. always of things and places, ἀκταί, ποταμοί, Il.20.50, Od.10.515; αἴθουσα Il.24.323, Od.20.176; resounding, ἀκοή Emp.4.11.

German (Pape)

[Seite 1028] sehr tosend, hallend, bei Hom. immer von leblosen Dingen, z. B. αἴθουσα, ἀκταί Il. 20, 50, ποταμοί Od. 9, 515; s. ἐρίγδουπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίδουπος: -ον, ὡς τὸ ἐρίγδουπος, πλὴν ὅτι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν δεύτερον τύπον ἐπὶ προσώπων, τὸν δὲ πρῶτον ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων καὶ τόπων, ἀκτάων ἐριδούπων Ἰλ. Υ. 50· ποταμῶν ἐριδούπων Ὀδ. Κ. 515· αἰθούσης ἐριδούπου Ἰλ. Ω. 323, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐρίγδουπος.

English (Autenrieth)

see ἐρίγδουπος.

Greek Monolingual

ἐρίδουπος, -ον (Α)
(για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίγδουπος].

Greek Monotonic

ἐρίδουπος: -ον, = ἐρίγδουπος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίδουπος: Hom. = ἐρίγδουπος.

Middle Liddell

ἐρί-δουπος, ον = ἐρίγδουπος, Hom.]