building
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English > Greek (Woodhouse)
substantive
act of: P. οἰκοδομία, ἡ, οἰκοδόμησις, ἡ.
of ships: P. and V. ναυπηγία, ἡ (Eur., Cyclops 460).
the art of building: P. ἡ οἰκοδομική.
thing built: P. οἰκοδόμημα, τό, κατασκεύασμα, τό, P. and V. οἴκημα, τό; see house.
wood for ship-building: P. ξύλα ναυπηγήσιμα, τά.
building up: Met., Ar. and P. παρασκευή, ἡ.