ἀναιρέτης
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
ου, ὁ, A destroyer, murderer, Sch.Ar.Pl.1147. II Astrol., Anareta, a planet cutting short human life, Balbill. in Cat. Cod.Astr.8(4).236.
German (Pape)
[Seite 189] ὁ, der Vernichter, Mörder, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιρέτης: -ου, ὁ, καταστροφεύς, δολοφόνος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1147, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 190. - «ἀναιρέτης˙ φονευτής, ἐκτομεύς», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀναιρετής Hsch.; fem. ἀναιρέτις, -ιδος, ἡ Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).236
1 destructor, aniquilador τῶν τυράννων Sch.Ar.Pl.1146, τῶν ξένων Sch.A.Pr.712, δαιμόνων Gr.Naz.M.37.959A, ἀναιρετής· φονευτής. ἐκτομεύς Hsch.
2 astrol. de los planetas que acorta la vida, maléfico op. ἀγαθοποιός: τὸν δὲ Ἄρη ἀναιρέτην ὄντα Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).235, cf. 236, Heph.Astr.2.11.53.
Greek Monolingual
ἀναιρέτης, ο (θηλ. -έτις) (ΑΜ) ἀναιρῶ
αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, δολοφόνος, φονιάς.