Ἀγαμεμνόνιος
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
French (Bailly abrégé)
α, ον :
v. Ἀγαμεμνόνειος.
English (Slater)
̆αγᾰμεμνόνιος
1 of Agamemnon Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.20)
Spanish (DGE)
(Ἀγᾰμεμνόνιος) -α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
de Agamenón ψυχά Pi.P.11.20, ἄλοχος A.A.1499, cf. E.IT 1115, Andr.1034.
Russian (Dvoretsky)
Ἀγᾰμεμνόνιος: и Ἀγᾰμεμνόνειος 3 агамемнонов(ский) Hom., Pind., Trag.