ἐνετός

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνετός Medium diacritics: ἐνετός Low diacritics: ενετός Capitals: ΕΝΕΤΟΣ
Transliteration A: enetós Transliteration B: enetos Transliteration C: enetos Beta Code: e)neto/s

English (LSJ)

ή, όν, A inserted, σκυταλίδες J.AJ3.6.5; for injection, τροχίσκοι Paul.Aeg.7.12 (v.l. ἐνετικῶν.) II suborned, X.Cyr.1.6.19, An.7.6.41, App.BC1.22, Mith.59.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνετός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐνίημι, ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. κατασκευαστός, ψευδής, ἐγκάθετος, «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς ὑπὲρ Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
introduit dans ; aposté, suborné.
Étymologie: ἐνίημι.

Spanish (DGE)

-όν
• Alolema(s): ἔνετος I.AI 3.136
1 de pers. comprado, instigado, inducido a hablar por dinero ἄλλοι δ' ἐνετοὶ λέγοντες X.Cyr.1.6.19, cf. App.BC 1.22
subst. ἐκβοησάντων δὲ τῶν ἐνετῶν ὅτι ... App.Mith.59
c. ὑπό y gen. Πολυκράτης ... εἶπεν ἐ. ὑπὸ Ξενοφῶντος X.An.7.6.41, cf. Men.Fr.537.2.
2 de cosas inserto δι' αὐτῶν ἔνετοι σκυταλίδες I.AI l.c.
3 medic. que se introduce, que se administra por el ano, de medicamentos, Paul.Aeg.7.12.1.

Greek Monolingual

ἐνετός, -ή, -όν (AM) ἐνίημι
1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος
2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι
3. βαλτός, εγκάθετος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνετός: [adj. verb. к ἐνίημι подосланный (ὑπό τινος Xen. - v. l. ἀναστάς).