ἀγυρτεύω
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A live by begging as a vagabond, ἀπὸ μουσικῆς καὶ μαντικῆς Str.7Fr.18, cf. Sch.Luc.Alex.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυρτεύω: σω, εἶμαι ἀγύρτης, Στρ. 7, ἀποσπ. 18, σ. 78, Περὶ τάς τελετὰς τῶν ὀργιασμῶν ἀγυρτεύοντα τό πρῶτον, και Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 261Β. Ἰατροῦ τινος τῶν ἀγυρτευόντων, κτλ.
Spanish (DGE)
vivir de limosna de adivinos ambulantes ἀπὸ μουσικῆς καὶ μαντικῆς Str.7.fr.18, de médicos, Gr.Nyss.Eun.1.42, cf. Sch.Luc.Alex.13.