βαττολογώ

From LSJ
Revision as of 08:23, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source

Greek Monolingual

(AM βαττολογῶ, -έω)
φλυαρώ, λέω τα ίδια και τα ίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαττολογώ, που μορφολογικά φαίνεται να προέρχεται < βαττολόγος, αποτελεί λ. ηχομιμητική (πρβλ. διπλό -ττ-) αβέβαιης προελεύσεως. Έχει υποστηριχθεί ότι το βαττολογώ προέρχεται από το bata-, ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βατταρίζω), + -λόγος < λέγω. Χωρίς ισχυρή βάση θεωρείται η υπόθεση, σύμφωνα με την οποία το βαττολογώ προήλθε με απλολογία < βατταλολογώ, νόθο συνθ. < (αραμ.) baţţal «κενός» + -λόγος < λέγω. Κατ' άλλη άποψη, τέλος, ο τ. θεωρείται ότι προήλθε με συμφυρμό < βατταρίζω + -λογώ (< -λόγος < λέγω)].