δασπλήτις
Greek Monolingual
δασπλῆτις (-ιδος), η (Α)
τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ' Έκάτα δασπλῆτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β' συνθετικό -πλητίς συνδέεται μορφολογικά με τα πλησίον, άπλητος «απροσπέλαστος», πλάτις «πελάτις, σύζυγος», αλλά όχι και σημασιολογικά. Ενώ για το α' συνθετικό υποστηρίχτηκε είτε ότι συνδέεται με το δασύς είτε ότι πρόκειται για τη συνεσταλμένη βαθμίδα δα- (πρβλ. δάπεδον) της ρίζας dem- «χτίζω». Κατ' άλλους το δασπλήτις έχει σχέση με τα «σφαλάσσειν
τέμνειν, κεντείν» (Ησύχ.) και σπολάς, ενώ το δα- του τ. είναι επιτατικό (πρβλ. δαφοινός). Τέλος άλλοι υπέθεσαν ότι δασπλήτις προέρχεται από δατσπλήτις, του οποίου το α' συνθετικό αποτελεί ασθενή βαθμίδα του θ. οδοντ- (πρβλ. οδούς) χωρίς το αρχικό φωνήεν].