Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
ἐρημοφίλης, ὁ (AM)
αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -φίλης (< φιλώ)
πρβλ. παιδο-φίλης].