ερέθω

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

ἐρέθω (Α)
(παλ. ποιητ. τύπος του ερεθίζω)
1. ταράσσω, εξοργίζω («μὴ μ’ ἔρεθε, σχετλίη» — μη μ’ εξοργίζεις, δυστυχισμένη, Ομ. Ιλ.)
2. εγείρω, αυξάνω
3. εξερευνώ, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέθω ανάγεται σε ΙΕ ρ. er «θέτω σε κίνηση, εγείρω» (πρβλ. όρνυμι) και συνδέεται με τα ρ. όρνυμι, οροθύνω, καθώς επίσης και με τις γλώσσες έρετο
ωρμήθη, έρσεο
διεγείρω, έρση
ορμήση, στις οποίες μαρτυρείται το αρχικό ε- της λέξεως. Το μόρφημα -θω ή -έθω που εμφανίζει ο τ. ερ-έ-θω είναι το ίδιο μ’ εκείνο του θαλ-έ-θω (ποιητ. τ. του θάλλω) και του φλεγ-έ-θω (παράλληλος τ. του φλέγω). Το ρ. ερεθίζω που μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο αποτελεί παρεκτεταμένη τ. του ερέθω].