χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
εὐκύμαντος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα
2. μτφ. αυτός που αναπηδά όπως το κύμα, ο βίαιος, ο ισχυρός («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυμαντος (< κυμαίνω)
πρβλ. α-κύμαντος].