εὐεπιχείρητος

From LSJ
Revision as of 09:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπιχείρητος Medium diacritics: εὐεπιχείρητος Low diacritics: ευεπιχείρητος Capitals: ΕΥΕΠΙΧΕΙΡΗΤΟΣ
Transliteration A: euepicheírētos Transliteration B: euepicheirētos Transliteration C: evepicheiritos Beta Code: eu)epixei/rhtos

English (LSJ)

ον, A easy to be attacked, Str.5.3.7, Poll.1.172. Adv. -τως Hierocl. in CA10p.436M. 2 easy to be attempted or proven, πρόβλημα Arist. APr.42b29, cf. Top.111a11 (Comp.). 3 insidious, Ph.2.107 (Comp.). II readily attempting, D.L.4.30.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ θέσις, im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπιχείρητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ προσβάλῃ τις, εὐπρόσβλητος, Πολυδ. Α΄. 172. 2) εὐκόλως ἐπιχειρούμενος ἢ ἀποδεικνυόμενος, πρόβλημα Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 26, 1, πρβλ.. Τοπ. 2. 4, 1. ΙΙ. ὁ ἑτοίμως ἐπιχειρῶν τι, Διογ. Λ. 4. 30: - Ἐπίρρ. -τως, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 97.

Greek Monolingual

εὐεπιχείρητος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να προσβάλει, ο ευπρόσβλητος («τοῦ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», Στράβ.)
2. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον πρόβλημα», Αριστοτ.)
3. αυτός που εύκολα επιχειρεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-χειρώ (πρβλ. αν-επι-χείρητος, δυσ-επι-χείρητος)].

Russian (Dvoretsky)

εὐεπιχείρητος:
1) легко предпринимаемый, нетрудный (πρόβλημα Arst.);
2) деятельный, предприимчивый (νεανίσκος Diog. L.).